Παροχέας, αυτός που παρέχει κάτι έναντι αμοιβής ή δωρεάν. Στις τηλεπικοινωνίες και στο διαδίκτυο αυτός που παρέχει οτιδήποτε για να μας διευκολύνει, συνήθως γραμμές, ασύρματες υπηρεσίες, κομιστές και ιστοφράχτες κλπ. (ΠΥΔ, Παροχέας Υπηρεσιών Διαδικτύου).
Τον λέγαμε παροχέα και ξαφνικά μας πλάκωσαν με τη λέξη πάροχος. Έτσι είναι μας λεν. Όπως μετέχω μέτοχος, ενέχω ένοχος, εξέχω έξοχος, κατέχω κάτοχος, και παρέχω πάροχος. Ναι αλλά το παρέχω έχει το παροχεύς, -έως που τα άλλα δεν τόχουν. Άρα παροχέας; Πάρακάτω.
|