Temper σημαίνει διάθεση, θυμός, οργή, χαρακτήρας, φύση, προσωπικότητα, ψυχοσύνθεση, ιδιοσυγκρασία, αγένεια, εριστικότητα, εκνευρισμός, ευερεθιστότητα, τεμπεραμέντο. Με ιδιοματισμούς όπως good-tempered, δηλ, ευχάριστος, καλοδιάθετος, ήπιος, καλοσυνάτος, καλόβουλος και bad-tempered, δηλ. θυμωμένος, θυμωτσιάρης, γκρινιάρης, δύστροπος και hot-tempered δηλ. ευέξαπτος, ευερέθιστος, θερμοκέφαλος, οξύθυμος.
Θα προσέξατε στους υαλοπίνακες του αυτοκινήτου σας να αναγράφεται η λέξη «tempered». Το γυαλί δεν είναι οξύθυμο απλά είναι «θερμασμένο» δηλ. πέρασε λίγη ώρα σε φούρνο. Πολλά υλικά, άμα θερμανθούν σκληραίνονται, δεν σπάζουν εύκολα και άμα σπάσουν θρυμματίζονται.
Σχετικά είναι: πυρακτώνω, πυρακτωμένος, ψήνω, οπτός
|