Μεταφραστής Ακριβείας

Βασικών όρων πληροφορικής, υπολογιστών και διαδικτύου ... και όχι μόνο

Ετυμολόγιο

40 Λέξεις της Ημέρας

Αλφαβητική Αναζήτηση

Βοηθήματα

Οι τελευταίες 40 καταχωρήσεις!

Εγγραφείτε στο

Νεοδότη μας

Εγγραφή
Αποστολή Εκτύπωση Ανάδραση / Επικοινωνία

Περί της Ιαπωνικής

Περί της Ιαπωνικής γράφει η Μαρία Κοβάνη

του Πανεπιστημίου Hitotsubashi του Τόκιο.

 

 

Γλώσσα με δεκάδες διαλέκτους η ιαπωνική, φαίνεται να αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση θέτοντας ζήτημα ακόμα και ως προς την καταγωγή της. Κατά την επικρατέστερη άποψη εντάσσεται στην οικογένεια των αλταϊκών γλωσσών μαζί με την κινεζική, την τουρκική, τη μογγολική και την κορεάτικη, ενώ άλλοτε υποστηρίζεται ότι συνιστά μια ξεχωριστή ομάδα τη λεγόμενη Ιαπωνική.


Η επίσημη γλώσσα βασίζεται, όπως πιθανόν θα ήταν αναμενόμενο, στη διάλεκτο του Τόκιο και συγκεκριμένα στη διάλεκτο των κατοίκων της περιοχής γιαμανότε [yamanote]. Το Τόκιο, το οποίο κατοικείται από το 2.500 π.Χ. [Hibiya, 2002] συνιστά αναμφισβήτητα ένα από τα σημαντικότερα παγκόσμια αστικά κέντρα. Ουσιαστική ανάπτυξη, όμως, εμφανίζει από το 1603 και έπειτα, υπό την κυβέρνηση Τοκουγκάγουα [Tokugawa], όντας πολιτικό κέντρο της χώρας. Το 1868 με αυτοκρατορική απόφαση το Τόκιο θα γίνει η νέα πρωτεύουσα της Ιαπωνίας για να αποτελέσει μέχρι και σήμερα το σημαντικότερο πολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό κέντρο της.


Γεωγραφικά και κοινωνικά, η πόλη του Τόκιο διακρίνεται σε δύο τμήματα, την περιοχή γιαμανότε, δηλαδή την περιοχή όπου κατοικούσαν κατά την περίοδο Έντο [1603-1868 μ.Χ.] οι σαμουράι και την περιοχή σ΄ιταμάτσ΄ι [shitamachi], δηλαδή την περιοχή των τεχνιτών και των εμπόρων, συνεπώς την εμπορική και βιομηχανική περιοχή. Αποτέλεσμα αυτού του κοινωνικογεωγραφικού διαχωρισμού είναι η παράλληλη εμφάνιση δύο διαφορετικών μορφών της ιδίας διαλέκτου. Σήμερα, η επίσημη Ιαπωνική γλώσσα βασίζεται στη διάλεκτο που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι της γιαμανότε. Με δύο λόγια, η διάλεκτος των πλέον μορφωμένων μελών της ιαπωνικής κοινωνίας κατά την περίοδο Έντο είναι αυτή που τελικά θα καθορίσει και τη σύγχρονη μορφή της Ιαπωνικής γλώσσας.
 

Όπως είδαμε, λοιπόν, η Ιαπωνική αποτελείται από διάφορες διαλέκτους με σημαντικότερες, ή μάλλον πιο μελετημένες, εκείνες του Τόκιο και της Οσάκα. Οι διαφορές μεταξύ των διαλέκτων αφορούν κυρίως την τονικότητα. Φυσικά, το γραφικό σύστημα όλων δεν παύει να είναι κοινό: κάνα [kana] [“αλφάβητο”] και κάντζ΄ι [kanji] [ιδεογράμματα]. Η kana διακρίνεται στην κατακάνα [katakana] και τη χιραγκάνα [hiragana], τα δυο συλλαβικά συστήματα της Ιαπωνικής, καθένα εκ των οποίων διαθέτει 46 βασικές συλλαβές. Το πρώτο αποτελεί το τετραγωνισμένο συλλαβικό σύστημα της γλώσσας και χρησιμοποιείται κυρίως για τις λέξεις ξένης προέλευσης, πλην των κινεζικών, ενώ το δεύτερο είναι το κυκλικό συλλαβικό σύστημα και χρησιμοποιείται για τις λέξεις ιαπωνικής προέλευσης. Σήμερα βέβαια οι κανόνες αυτοί συχνά παραβιάζονται καθώς είναι πιθανόν ακόμα και λέξεις ιαπωνικής προέλευσης να αποτυπώνονται σε katakana γεγονός το οποίο εξαρτάται από το ύφος του κειμένου και τη λειτουργικότητά του. Συχνά παρατηρείται συνδυασμός και των τριών τρόπων γραφής μέσα στο ίδιο κείμενο όπου είναι εξίσου πιθανόν να υπάρχουν ακόμα και λέξεις σε ρομάτζ΄ι [romaji], δηλαδή λέξεις σε λατινικούς [ρομανικούς] χαρακτήρες. Όσον αφορά τα ιδεογράμματα, η ιδιαιτερότητά τους έγκειται στο γεγονός ότι καθένα εξ αυτών διαθέτει τουλάχιστον δύο τρόπους ανάγνωσης, τον ιαπωνικό και τον κινέζικο. Δυστυχώς, το ποιος από τους δύο επιλέγεται σε κάθε περίπτωση δεν αποτελεί κανονιστική επιλογή με αποτέλεσμα να κρίνεται απαραίτητη η εκμάθηση κάθε λέξης χωριστά και εν συνεχεία των συνδυασμών αυτής. Για την καθημερινή επικοινωνία απαιτείται η γνώση τουλάχιστον 2000 ιδεογραμμάτων, όσα περίπου καλείται να γνωρίζει ένας μαθητής μετά το πέρας της 9ετούς υποχρεωτικής παιδείας.
 

Προσεγγίζοντας το λεξιλόγιο της Ιαπωνικής διακρίνουμε τις έξης 3 κατηγορίες: τις γιαμάτο κοτόμπα [yamato kotoba], δηλαδή τις λέξεις ιαπωνικής προέλευσης, τις κάνγκο [kango] ή αλλιώς τις σινο-ιαπωνικές λέξεις και τις γκαϊράιγκο [gairaigo] δηλαδή τις λέξεις δάνεια. Ως προς τις ξένες λέξεις ο βαθμός αφομοίωσής τους από την Ιαπωνική ποικίλει. Για παράδειγμα, υπάρχουν αρκετές λέξεις οι οποίες έχουν αφομοιωθεί πλήρως από την Ιαπωνική, όπως η αγγλική personal computer - πασόκον [pasokon]-υπολογιστής και άλλες λιγότερο όπως η σινο-ιαπωνική σ΄ιντάι [shintai]– σώμα όπου παρατηρείται παραβίαση του κανόνα σχετικά με την αδυναμία του συνδυασμού των χαρακτήρων /ν/ και /τ/ αλλά και η αγγλική bed –μπέντο [beddo]– κρεβάτι όπου υπάρχει παραβίαση του κανόνα σχετικά με την αδυναμία εμφάνισης διπλού συμφώνου /d/. [Ito & Mester, 2002].
Βέβαια, οι ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει η Ιαπωνική συγκολλητική γλώσσα δεν εντοπίζονται τόσο σε λεξιλογικό, αλλά κυρίως σε συντακτικό επίπεδο. Η σειρά των λέξεων ή η απουσία αντωνυμιών θεωρούνται ίσως τα σημαντικότερα εμπόδια κατά την προσέγγιση της Ιαπωνικής. Το ρήμα τοποθετείται στο τέλος της πρότασης, πρόκειται για γλώσσα με το κεφάλι πίσω [head final language] γεγονός το οποίο σε συνδυασμό με την απουσία αναφορικών αντωνυμιών καθιστά την κατανόηση οποιουδήποτε εκφωνήματος διαδικασία αλληλένδετη με την καλή μνήμη! Αν και δεν απουσιάζουν μόρια-δείκτες, όπως γκα [ga] –για την ονομαστική-, νο [no] –για τη γενική-, νι [ni] –για τη δοτική- και o –για την αιτιατική-, συχνά απαιτείται μια δεύτερη ανάγνωση, μια εκ νέου ανάλυση της δομής της πρότασης με στόχο την κατανόησή της. Εξίσου ενδιαφέρων είναι και ο τρόπος διάταξης του κειμένου, το οποίο μπορεί να είναι συντεταγμένο είτε καθέτως και από τα δεξιά προς τα αριστερά είτε οριζοντίως. Ο πρώτος τρόπος διάταξης απαντάται κυρίως σε επίσημα κυβερνητικά κείμενα, εφημερίδες κτλ ενώ ο δεύτερος σε κείμενα επιστημονικά ή λογοτεχνικά.
 

Εκείνο όμως για το οποίο η Ιαπωνική θεωρείται συχνά ξεχωριστή περίπτωση δεν είναι τόσο η καταγωγή, το γραφικό σύστημα ή οι όποιοι συντακτικοί κανόνες της αλλά το γεγονός ότι πρόκειται για μια γλώσσα η οποία στηρίζεται στην “ευγένεια” διαθέτοντας ένα περίπλοκο σύστημα τιμητικών εκφράσεων, τα [honorifics]. Η λέξη «honorifics» συναντάται για πρώτη φορά στα κλασικά ιαπωνικά κείμενα του 8ου αιώνα και στα ημερολόγια των αυλικών του 11ου αιώνα. Την περίοδο Έντο ξεκινά η συστηματική κατηγοριοποίηση των δομικών σχημάτων και βαθμών της ευγένειας ενώ από τον 19ο αιώνα θα χρησιμοποιείται ως επίσημος γλωσσολογικός όρος η λέξη κέιγκο [keigo] για την ονομασία της ευγενικής μορφής της Ιαπωνικής γλώσσας. Όπως δηλώνει και αυτή καθαυτή η λέξη [κέι = σεβασμός, γκο = γλώσσα] ο πομπός οφείλει να την χρησιμοποιεί έχοντας πρώτα αξιολογήσει την επικοινωνιακή κατάσταση, δηλαδή τον τόπο, τον χρόνο, τη θέση του ιδίου αλλά και του δέκτη καθώς και τη μεταξύ τους σχέση [σχέση ανωτερότητας-κατωτερότητας]. Λανθασμένη χρήση της κέιγκο [keigo] δεν δηλώνει απαραίτητα την ελλιπή γνώση του ιδίου σχετικά με την γλώσσα αλλά την μη αναγνώριση της θέσης του μέσα στο σύνολο. Όπως φαίνεται, λοιπόν, οι κανόνες που διέπουν την Ιαπωνική είναι πρωτίστως κανόνες κοινωνικοί!

 

Hibiya, J., (2002) Variationist Sociolinguistics. In N. Tsujimura (ed), The Handbook of Japanese Linguistics (pp. 101-120). Massachusetts & Oxford: Blackwell Publishers.
Ito, J., Mester, A., (2002) The Phonological Lexicon. In N. Tsujimura (ed), The Handbook of Japanese Linguistics (pp. 62-100). Massachusetts & Oxford: Blackwell Publishers.

 


Κοβάνη Μαρία Υποψήφια Διδάκτωρ
Graduate School of Language and Society
Hitotsubashi University, Τόκιο