|
 |
OFF, ON, down, (O), open, (|)
|
ΚΛ, ΑΝ, κλειστό, (Ο), ανοικτό, (|)
|
|
 |
object
|
αντικείμενο
|
|
 |
OLE, Object Linking and Embedding
|
ΔΕΑ, Δέση και Ένθεση Αντικειμένων
|
|
 |
OOP, object oriented, object oriented programming
|
αντικειμενοστρεφής, αντκμνστρφς, αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός
|
|
 |
obverse, reverse
|
πρόσοψη, εμπρόσθια όψη, οπίσθοψη, οπίσθια όψη
|
|
 |
octal
|
οκταδικό
|
|
 |
octet
|
οκτέτο
|
|
 |
odos
|
οδός
|
|
 |
off line
|
εκτός ροής
|
|
 |
off shore, offshore
|
υπεράκτιος, εξωχώριος
|
|
 |
off the record
|
εκτός πρακτικών, χωρίς καταγραφή
|
|
 |
offset, offset printing
|
μετατύπωση, μετεκτύπωση, μετεκτυπωτικός
|
|
 |
on board, integrated, integrate
|
ενσωματωμένο, ενσωματώνω, ενσωμάτωση
|
|
 |
on demand
|
καταίτηση
|
|
 |
on line casino
|
ηλ-καζίνο, ηλεκτρονικό καζίνο
|
|
 |
on line, online
|
σε ροή, σεροή
|
|
 |
OBD, on-board diagnostics
|
ΕΟΔ, επί οχήματος διαγνωστικό, ενσωμτμένο διαγνστκο
|
|
 |
onion routing
|
στρωματική έγκρυψη, στρωματική δρομολόγηση
|
|
 |
online community
|
ιστοκοινότητα
|
|
 |
Online Shopping
|
ηλ-ψώνισμα, ηλ-αγορά
|
|
 |
ODBC, Open Database Connectivity
|
ΑΣΒΔ, οσιβιδι, Ανοικτή Συνδετικότητα Βάσεων Δεδομένων
|
|
 |
ODI, Open Data-link Interface
|
ΑΔΔ, αδεδί, Ανοικτή Δεδομενική Διεπαφή
|
|
 |
osrc, open source, open source code
|
απκ, απικά, ανοικτός κώδικας, ανοικτός πηγαίος κώδικας
|
|
 |
OSI, Open System Interconnection
|
ΔΑΣ, Διασύνδεση Ανοικτών Συστημάτων
|
|
 |
OS, Operaring System
|
ΛΣ, λισι, Λειτουργικό Σύστημα
|
|
 |
operate, operation, operational, operator, function, functional, functionalism
|
λειτουργώ, λειτουργία, λειτουργικός, λειτουργικότητα, λειτουργίσιμος, χειρίζομαι, χειρισμός, χειριστής, τελώ, τέλεση, τελεστής, συναρτώ συνάρτηση
|
|
 |
operator, operand
|
τελεστής, τελεστέος
|
|
 |
opinion maker, opinion makers
|
διαμορφωτής απόψεων, διαμορφωτές απόψεων
|
|
 |
oportunity cost
|
εναλλακτικό κόστος
|
|
 |
OC, Optical Carrier
|
ΟΦ, Οπτικός Φορέας
|
|
 |
OCR, Optical Character Recognition
|
ΟΠΑΧ, Οπτική Αναγνώριση Χαρακτήρων
|
|
 |
optical fiber
|
οπτική ίνα
|
|
 |
OMR, Optical Mark Recognition
|
ΟΠΑΣ, ΟΠτική Αναγνώριση Σημάνσεων
|
|
 |
optimum, optimize, optimization
|
βέλτιστο, βελτιστοποιώ, βελτιστοποίηση, μέγιστο, μεγιστοποίηση, μέγιστο δυνατό, καλύτερο δυνατό
|
|
 |
opt-in e-mail
|
αιτητικό ηλ-τα
|
|
 |
option, optional
|
επιλογή, προαιρετικό
|
|
 |
optoelectronics
|
οπτηλεκτρονική
|
|
 |
orbit
|
τροχιά
|
|
 |
orbiter
|
τροχιοπλάνο
|
|
 |
ordinateur
|
υπολογιστής, συνδιαστής
|
|
 |
org, organization
|
οργανισμός
|
|
 |
OLED, Organic Light Emitting Diode
|
ΟΦΤΔ, Οργανική ΦωTοΔίοδος
|
|
 |
OPCW, Organisation for the Prohibition of Chemical Weapons
|
ΟΑΧΟ, Οργαviσμός Απαγόρευσής Χημικών Όπλων
|
|
 |
organizational chart
|
οργανόγραμμα
|
|
 |
organizer
|
οργανωτής
|
|
 |
orientation
|
προσανατολισμός, κατεύθυνση, πληροφόρηση, ενημέρωση.
|
|
 |
original
|
πρωτότυπο, αυθεντικό
|
|
 |
OEM, original equipment manufacturer
|
ΚΠΕ, καπε, Κατασκευαστής Πρωτότυπου Εξοπλισμού
|
|
 |
orphan file
|
ορφανός φάκελος, ξεκομμένος φάκελος,
|
|
 |
orphan line
|
ορφανή, ξεκομμένη
|
|
 |
OFDM, orthogonal frequency division multiplexing
|
ΟΣΔΠ, οσιδιπί, Ορθογώνια ΣυχνοΔιαιρετική Πολύπλεξη
|
|
 |
oscillate, oscillation, oscillator
|
ταλαντώνω, ταλάντωση, ταλαντωτής
|
|
 |
ouroborus, ouroboros
|
ουροβόρος, ουροβόρος όφις
|
|
 |
outgoing, outbox, out
|
εξερχόμενα, εξρχμνα
|
|
 |
outline, outline utility
|
περίγραμμα, σκαρίφημα, σκιαγράφημα, σύνοψη, περίληψη, βοήθημα περίλψης
|
|
 |
out-of-pocket, out of pocket expenditure
|
προσωπική δαπάνη
|
|
 |
output
|
έξοδος, παραγωγή, αποτέλεσμα
|
|
 |
outsider
|
εξωφανής
|
|
 |
outsourcing
|
εξωπορισμός, εξανάθεση, εξωτερική ανάθεση
|
|
 |
OTH, over the horizon
|
ΠΤΟ, πιτιο, πέραν του ορίζοντα
|
|
 |
overcharge, overcharging
|
υπερφορτίζω, υπερφόρτιση, υπερχρεώνω, υπερχρέωση
|
|
 |
overclock, overclocking, speed margining
|
ταχυχρονίζω, ταχυχρονισμός
|
|
 |
overdrive
|
υπερταχύνω, υπερτάχυνση, υπερταχυντήρας
|
|
 |
overflow error, numeric overflow
|
αριθμητική υπερχείλιση, αριθμητική υπέρβαση
|
|
 |
overheads, overhead expenses
|
γενικά έξοδα
|
|
 |
overkill
|
υπερβολική δύναμη, υπερβολική ισχύς
|
|
 |
overlap, overlaping
|
επικαλύπτω, επικάλυψη
|
|
 |
overload, overloaded, overloading
|
επιφορτώνω, επιφορτωμένο, επιφόρτωση
|
|
 |
overloading polymorphism
|
υπερμετρικός πολυμορφισμός, υπερμετρισμός
|
|
 |
override
|
υποσκελίζω, υποσκέλιση, παρακάμπτω, παράκαμψη, υπερισχύω, υπερίσχυση, παραμερίζω, παραμερισμός
|
|
 |
overrun, overflow
|
υπερφορτώνω, υπερφόρτωση, υπερχειλίζω, υπερχείλιση, ψηφιοπλακώνω
|
|
 |
overstrike
|
διπλοτυπώνω
|
|
 |
overtype, overwrite
|
επιτυπώνω, επιτύπωση, επεγγράφω, επεγγραφή
|