Μεταφραστής Ακριβείας

Βασικών όρων πληροφορικής, υπολογιστών και διαδικτύου ... και όχι μόνο

Ετυμολόγιο

40 Λέξεις της Ημέρας

Αλφαβητική Αναζήτηση

Βοηθήματα

Οι τελευταίες 40 καταχωρήσεις!

Εγγραφείτε στο

Νεοδότη μας

Εγγραφή

Λέξη




εξουσιοδοτώ, εξουσιοδότηση
authorize, authorising, authorisation
 
 

Το δεύτερο μέρος της διαδικασίας που επιβάλλει ο έλεγχος πρόσβασης σε πόρους ενός δικτύου ή ενός συστήματος. (Το πρώτο μέρος είναι η επαλήθευση που σχεδόν σημαίνει το ίδιο με την ΤΤΠ -ΤαυΤοΠοίηση). Με την εξουσιοδότηση δίδεται η πρόσβαση σε μερικούς ή όλους τους πόρους ενός συστήματος με πιθανή υποβολή όρων. Το πιο απλό παράδειγμα ελέγχου πρόσβασης είναι η χρήση πιστωτικών καρτών σε Αυτόματες Ταμιακές Μηχανές, ΑΤΜ (αταυμί). Παρουσιάζεται πρώτα ο όρος επαλήθευση και εφ’ όσον γίνει, με την εισαγωγή κωδικού, τότε εμφανίζεται κατάλογος εξουσιοδοτημένων συναλλαγών.

Καταχώρηση: 01/01/2008 00:00
Αποστολή Εκτύπωση Ανάδραση / Επικοινωνία