|
 |
i, i-, intelligent
|
ε-, ευ-, ευφυής, ευφυές
|
|
 |
ice cup, ice cover
|
κάλυμμα πάγου
|
|
 |
icicle
|
παγοκρύσταλλος, παγοσταλακτίτης
|
|
 |
icon
|
εικονίδιο, εικόνα, είδολο, οπτρισμός
|
|
 |
ID, identification
|
ΤΠ, ταυπι, ταυτοποίηση
|
|
 |
IFF, identification friend or foe
|
ΤΕΦ, Ταυτοποίηση Εχθρός ή Φίλος
|
|
 |
identifier, name
|
όνομα, ταυτιστικό
|
|
 |
ILM, identity lifecycle management
|
ΔΧΤ, διχιταυ, διαχείριση χρονοδιάρκειας ταυτοποίησης
|
|
 |
identity theft
|
κλεψωνυμία, πλαστοπροσωπία, κλοπή ταυτότητας
|
|
 |
idiote, idiot, Идиот
|
ιδιώτης, ηλίθιος, χαζός, παλαβός
|
|
 |
idle
|
αδρανής
|
|
 |
ignite, ignition, igniter
|
αναφλέγω, ανάφλεξη, αναφλεκτήρας
|
|
 |
iknife, surgical iknife
|
ευ-μαχαίρι, ευ-νυστέρι
|
|
 |
illegal, illegal operation
|
αθέμιτος, αθέμιτη λειτουργία
|
|
 |
image map
|
χάρτης παραπομπών, παραπέμπτες
|
|
 |
image, imaging, imager
|
εικόνα, εικονίζω, εικονοποιώ, εικονοποίηση, απεικονίζω, απεικόνιση, αποτυπώνω, αποτύπωμα, αποτύπωση
|
|
 |
imagesetter
|
εικονοθέτης
|
|
 |
implant
|
εμφυτεύω, εμφύτευμα, μόσχευμα
|
|
 |
implode, implosion
|
ένρηξη, ενρηγνύομαι
|
|
 |
import
|
Ε/, εισαγωγή
|
|
 |
I/E, import/export
|
Ε/Ε, εισαγωγή/εξαγωγή, εισάγω/εξάγω
|
|
 |
imposter, impostor
|
ψευδοπρόσωπος, ψευδοπρόσωπη, ψευδοπρόσωπο, ψευδοπροσωπία
|
|
 |
IED, improvised explosive device
|
ΑΣΒ, αυτοσχέδια βόμβα
|
|
 |
imho, in my humble opinion
|
νμζ, νομίζω
|
|
 |
in silico
|
εν πυριτίω, με πυρίτιο
|
|
 |
in situ
|
εν τόπω, επί τόπου
|
|
 |
in vitro
|
εν υάλω
|
|
 |
IV, IVF, in vitro, in vitro fertilisation
|
εν υάλω, εξωσωματική γονιμοποίηση, εν υάλω γονιμοποίηση
|
|
 |
incoming, in
|
εισερχόμενα, εισρχμνα
|
|
 |
increment, incremantal
|
προσαυξάνω, προσαύξηση, προσαυξητικό
|
|
 |
incremental, incremental process, piecemeal
|
ποσό, ποσοστό, σταδιακός, τμηματικός, κομμάτι-κομμάτι, κομματιαστός, αποσπασματικός
|
|
 |
indentation, indent, hanging indent
|
παραγραφοποίηση, εσοχή, εξοχή
|
|
 |
index, indexing, indexed
|
ευρετήριο, ευρετηριάζω, ευρετηρίαση, ευρετηριασμένο, ευρετηριακό, κατατάσσω, κατάταξη, δείκτης
|
|
 |
ISAM, Indexed Sequential Access Method
|
ΕΣΠ, Ευρετηριακή Σειριακή Προσπέλαση
|
|
 |
indian, redskin
|
ινδός, ινδιάνος, ερυθρόδερμος
|
|
 |
induction cooking, induction cooker
|
επαγωγικό μαγείρεμα, επαγωγική εστία
|
|
 |
induction, inductive charging, wireless charging
|
επαγωγή, επαγωγική φόρτιση, ασύρματη φόρτιση
|
|
 |
inductor
|
επαγωγέας, πηνίο
|
|
 |
4IR, Industry 4.0, fourth industrial revolution
|
4BE, τέταρτη βιομηχανική επανάσταση
|
|
 |
ISA, Industry Standard Architecture
|
ΒΠΑ, Βιομηχανικό Πρότυπο Αρχιτεκτονικής
|
|
 |
infect, infected, infection
|
μολύνω, μολυσμένο, μόλυνση
|
|
 |
infer, inference
|
συμπεραίνω, συμπέρασμα, συμπερασματικός
|
|
 |
infinitesimal
|
απειροελάχιστο
|
|
 |
infomediary, information intermediary
|
πληροφοριστής
|
|
 |
inform, information, misinform, misinformation
|
πληροφορώ, πληροφορία, πληροφόρηση, παραπληροφορώ, παραπληροφορία, παραπληροφόρηση
|
|
 |
information graphics, infographics
|
πληροφοριογράφημα, πλρφοριογρφμα
|
|
 |
information hiding
|
συγκάλυψη πληροφοριών
|
|
 |
information highway
|
πληροφοριόδρομος
|
|
 |
information kiosk
|
Σημπλη, πληροφορίες, ΣΗΜείο ΠΛηροφοριών
|
|
 |
Information Society
|
Κοινωνία της Πληροφορίας
|
|
 |
IT, Information Technology
|
ΤΠ, ταυπί, Τεχνολογία της Πληροφoρικής
|
|
 |
information, informatics, computer science
|
πληροφορική, υπολογιστική
|
|
 |
infotainment
|
ενήμερωαναψυχή, ενημερωδιασκέδαση
|
|
 |
ingress, egress
|
εισροή, εκροή
|
|
 |
initial letter
|
αρχίγραμμα, πρωτόγραμμα
|
|
 |
initialize, initialization
|
αρχικοποιώ, αρχικοποίηση
|
|
 |
inkjet, inkjet printer
|
ψεκασμού, εκτυπωτής ψεκασμού
|
|
 |
in-line, inline
|
σε σειρά, σε παράταξη, εμβόλιμο
|
|
 |
I/, input
|
ΕΙΣ/, είσοδος, εισδοχή
|
|
 |
I/O, input/output
|
EΙΣ/EΞ, είσοδος έξοδος
|
|
 |
insert, insertion, Ins
|
παρεμβάλλω, παρεμβολή, πρμβλη
|
|
 |
inside trading
|
εσωτερική συναλλαγή
|
|
 |
install, installation, installer, setup
|
εγκαταστώ, εγκατάσταση, εγκαταστάτης
|
|
 |
instant release, quick release, slow release
|
άμεση άφεση, ταχεία άφεση, αργή άφεση
|
|
 |
insurance, insurer, underwriter
|
ασφάλιση, ασφαλιστής αντασφαλιστής
|
|
 |
integer
|
ακέραιος
|
|
 |
integrate, integrated, integration, integrator
|
ενοποιώ, ενοποιημένος, ενοποίηση, ενοποιητής, ολοκληρώνω, ολοκληρωμένος, ολοκλήρωση, ολοκληρωτής , ενσωματώνω, ενσωματωμένος, ενσωμάτωση, ενσωματωτής
|
|
 |
ICC, Integrated Circuit Card, smart card, chip card
|
έξυπνη κάρτα
|
|
 |
IC, Integrated Circuit, chip
|
ΟλΚυ, ΟΛοκληρωμένο ΚΥκλωμα, πλακίδιο
|
|
 |
IDE, Integrated Drive Electronics
|
ΟΛΗΟ, ΟΛοκληρωμένα Ηλεκτρονικά Οδήγησης
|
|
 |
ISDN, Integrated Services Digital Network
|
ΔΕΨΥ, Δίκτυο Ενοποιημένων Ψηφιακών Υπηρεσιών
|
|
 |
IQ, intelligence quotient, IQ test
|
ΔΝ, δινί, Δείκτης Νοημοσύνης, Μέτρηση ΔΝ, ΜΔΝ
|
|
 |
ISR, intelligence surveillance reconnaissance
|
ΚΕΣ, κατασκόπευση επισκόπηση αναγνώριση
|
|
 |
intenet of things
|
διaδίκτυο πραγμάτων
|
|
 |
interact, interraction, interactive
|
διαδρώ, διάδραση, διαδραστικός
|
|
 |
IF, interactive fiction
|
δια.φαν , ΔΙΑδραστική ΦΑΝτασία, Διαδραστική Μυθοπλασία
|
|
 |
intercept, interception
|
αναχαιτώ, αναχαίτηση, ανακόπτω, ανακοπή
|
|
 |
interchange
|
διαλλάσσω, διαλλαγή, ανταλλάσσω, ανταλλαγή, συναλλάσσομαι, συναλλαγή
|
|
 |
intercom, intercommunication
|
ενδοεπικοινωνία
|
|
 |
interface
|
διεπαφή
|
|
 |
interferometry, interferometer
|
παρεμβαλλομετρία, παρεμβαλλόμετρο
|
|
 |
interlace, interlaced, interlacing
|
διασαρώνω, διασάρωση
|
|
 |
interleave
|
διεμβολή, διεμβάλλω
|
|
 |
intermittent error
|
απρόβλεπτο σφάλμα, διαλείπον σφάλμα
|
|
 |
IBAN, International Bank Account Number
|
ΔΤΑΛ, διτάλ, Διεθνής Τραπεζικός Αριθμός Λογαριασμού
|
|
 |
IEA, International Energy Agency, Agence internationale de l'énergie
|
ΔΟΕ, Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας
|
|
 |
IMEI, International Mobile Equipment Identity
|
ΔΤΣ, διταυσι, Διεθνής Ταυτότητα Συσκευής
|
|
 |
IMF, International Monetary Fund
|
ΔΝΤ, δινιταυ, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο
|
|
 |
IOS, ISO, International Organization for Standardization
|
ΙΣΟ, ΔΟΤ, Διεθνής Οργανισμός Tυποποίησης
|
|
 |
IRAP, International Roaming Access Protocols
|
ΣΥΔΠ, σιδιπι, Συνπρωτόκολλα Διεθνούς Περιαγωγής
|
|
 |
ISS, International Space Station
|
Διεθνής Διαστημικός Σταθμός, ΔΔΣ, διδισί
|
|
 |
ISBN, International Standard Book Number
|
ΔΠΑΒ, διπαβ, Διεθνής Πρότυπος Αριθμός Βιβλίου
|
|
 |
SI, International System of Units, Système International d'Unités
|
ΔΣΜ, δισιμι, ΜΣ, μισι, Διεθνές Σύστημα Μονάδων, Μετρικό Σύστημα
|
|
 |
ITU, International Telecommunications Union
|
ΔΕΤ, Διεθνής Ένωση Τηλεπικοινωνιών
|
|
 |
ITER, International Thermonuclear Experimental Reactor
|
ΔΘΠΑ, διθπα, Διεθνής Θερμοπυρηνικός Πειραματικός Αντιδραστήρας
|
|
 |
internaut
|
ιστοναύτης, δικτυοναύτης
|
|
 |
internesia, internet amnesia
|
ιστοαμνησία, διαδικτυακή αμνησία
|
|
 |
Internet
|
Δδ, Διαδίκτυο, διαδικτυακός, δδκτκος
|
|
 |
internet able, web enable
|
διαδικτυωμένος, διαδικτυώσιμος
|
|
 |
ΙΑΒ, Internet Architecture Board
|
ΣΑΔ, Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής Διαδικτύου
|
|
 |
IANA, Internet Assigned Numbers Authority
|
ΑΕΔΑ, Αρχή Εκχώρησης Διαδικτυακών Αριθμών
|
|
 |
ICMP, Internet Control Message Protocol
|
ΠΜΕΔ, πμιέδ, Πρωτόκολλο Μηνυμάτων Ελέγχου Διαδικτύου
|
|
 |
ICANN, Internet Corporation for Assigned Names and Numbers
|
ΟΔΑΚΟ, Οργανισμός Διαδικτυακών Αριθμών Και Ονομάτων
|
|
 |
IETF, Internet Engineering Task Force
|
ΕΜΟΔ, Εντολοδόχος Μηχανολογική Ομάδα Διαδικτύου
|
|
 |
internet gallop
|
διαδικτυοσκόπηση
|
|
 |
internet mania, internet maniac
|
διαδικτυομανία, διαδικτυομανής
|
|
 |
IMAP, Internet Messaging Access Protocol
|
ΠΔΠΜ, Πρωτόκολλο Διαδικτυακής Πρόσβασης Μηνυμάτων
|
|
 |
IoT, Internet of Things
|
ΔιΕπ, Διαδικτυακή Επισύνδεση, επισύνδεσει, Διαδικτυακές Επισυνδέσεις, επισυνδέσεις
|
|
 |
IoS, Internet over Satellite
|
Δορυφορικό Διαδίκτυο
|
|
 |
IPP, Internet Printing Protocol
|
ΔΠΕ, Διαδικτυακό Πρωτόκολλο Εκτύπωσης
|
|
 |
IP, Internet Protocol
|
ΔΠ, δεπί, Διαδικτυακό Πρωτόκολλο
|
|
 |
Internet Radio, Internet Television
|
Διαδικτυακό Ραδιόφωνο, Διαδικτυακή Τηλεόραση
|
|
 |
IRC, Internet Relay Chat
|
Διαδικτυακή Συζήτηση, δικτυοσυζήτηση
|
|
 |
IRTF, Internet Research Task Force
|
ΕΟΔΕ, Εντολοδόχος Ομάδα Διαδικτυακών Ερευνών
|
|
 |
ISP, Internet Service Provider, Internet Provider
|
ΠΥΔ, Παροχέας Υπηρεσιών Διαδικτύου, Παροχέας Διαδικτύου
|
|
 |
ISOC, Internet Society
|
ΔΕν, Διαδικτυακή Ένωση
|
|
 |
IPX, Internetwork Packet Exchange
|
ΔΑΠ, Διαδικτυακή Ανταλλαγή Πακέτων
|
|
 |
internetworking
|
διαδικτύωση, διαδικτυώνω, διαδικτυωμένος, δικτυώνω
|
|
 |
interoperate, interoperation, interoperability
|
διαλειτουργώ, διαλειτουργία, διαλειτουργικότητα
|
|
 |
interpolation
|
διεμβολή, παρεμβολή
|
|
 |
interpret, interpretation, interpreter
|
μεθερμηνεύω, μεθερμηνεία, μεθερμηνευτής
|
|
 |
IPC, interprocess communications
|
διεπεξεργασία, διεπεξεργασιακή επικοινωνία
|
|
 |
interrupt
|
διακόπτω, διακοπή
|
|
 |
interrupt hundler
|
χειριστής διακοπών
|
|
 |
IRQ, Interrupt ReQuest
|
ΑΙΔΙ, Αίτηση Διακοπής
|
|
 |
intersect, intersection
|
τέμνω, τομή, διατέμνω, διατομή
|
|
 |
interview, inteviewer, interviewee
|
συνέντευξη, συνετεύκτης, συνεντευξιαζόμενος
|
|
 |
intranet
|
ενδοδίκτυο
|
|
 |
invisibility cloak
|
αόρατος μανδύας
|
|
 |
invisible Web, deep Web
|
αόρατος ιστός, αόρατο διαδίκτυο
|
|
 |
IP Address, Internet Protocol Address
|
ΔΔΠ, διδιπί, Διεύθυνση Διαδικτυακού Πρωτοκόλλου, Διεύθυνση ΔΠ, ιστοδιεύθυνση
|
|
 |
ipc, instructions per clock cycle
|
εαρ, εντολές ανά ρυθμόκυκλο
|
|
 |
ipso facto
|
στην πγραγματικότητα, τοις πράγρμασι, στην πράξη
|
|
 |
IRQ line
|
γραμμή ΑΙΔΙ
|
|
 |
Iskender
|
Αλέξανδρος
|
|
 |
isochronous, isochronic
|
ισόχρονο, ισοχρονισμένο, ισοχρονικό
|
|
 |
italics
|
κυρτά
|
|
 |
iterate, iteration, reiterate, reiteration
|
περνώ, πέρασμα, ξαναπερνώ
|
|
 |
itinerary
|
δρομολόγιο, διαδρομή, ταξιδιωτικό πρόγραμμα, ημερολόγιο, περιήγηση
|
|
 |
IVR, Interactive Voice Response, audiotex, audiotext
|
φωναπόκριση
|