|
 |
ε-, ευ-, ευφυής, ευφυές
|
i, i-, intelligent
|
|
 |
εαρ, εντολές ανά ρυθμόκυκλο
|
ipc, instructions per clock cycle
|
|
 |
εγγενής, εγγενές, ιθαγενής
|
native
|
|
 |
ΕΜΘ, Εγγραφέας Μεταχρονισμένης Θέασης,
|
PVR, Personal Video Recorder, TiVo
|
|
 |
Εγγραφέας ΟΣΔ
|
DVD writer
|
|
 |
έγγραφο, ενδεικτικό, ένδειξη, τεκμήριο, τεκμηριώνω, τεκμηρίωση,τεκμηριωμένος, εμπεριστατωμένος
|
document, documented, documentation
|
|
 |
εγγράφομαι, γράφομαι, συνδρομή, συνδρομητής, συνδράμω
|
subscribe, subscription, subscriber
|
|
 |
ΕΤαΜ, Εγγυημένη ΤΑχύτητα Μεταφοράς, ποιότητα υπηρεσίας
|
QoS, Quality of Service
|
|
 |
έγινε, γέγονε, ολοκληρώθηκε
|
done
|
|
 |
εγκάρσιος, εγκάρσια τομή, διατομή, διατομικός
|
cross-section, cross-sectional
|
|
 |
εγκατάλειψη αναδοκιμή απόρριψη
|
abort retry fail
|
|
 |
εγκατάλειψη θύματος, εγκαταλειψίας οδηγός, ανταρτοπόλεμος
|
hit and run, hit and run driver, hit and run tactic
|
|
 |
εγκαταλείψτε ταχέως, ταχεία εγκατάλειψη
|
fail fast
|
|
 |
εγκατάσταση, διαμόρφωση, συναρμολόγηση, ρύθμιση
|
setup
|
|
 |
εγκαταστώ, εγκατάσταση, εγκαταστάτης
|
install, installation, installer, setup
|
|
 |
εγκρύβω, έγκρυψη
|
encrypt, encription
|
|
 |
ΕΣΦ, Εγκρυπτικό Σύστημα Φακέλων
|
EFS, Encrypting File System
|
|
 |
έγκυρος, επικυρώνω, επικύρωση, επικυρωμένος
|
valid, validate, validation, validated
|
|
 |
εγκωδικεύω, εγκωδίκευση, εγκωδικευτής
|
encode, encoding, encoder
|
|
 |
εγκωδικεύω, εγκωδίκευση, εγκωδικευτής
|
encode, encoding
|
|
 |
εγχείρημα, εγχειρηματικό κεφάλαιο
|
venture, venture capital
|
|
 |
εγχειρίδιο, βιβλιάριo οδηγειών, χειρονακτικός, χειρακτός, χειροκίνητος
|
manual
|
|
 |
ΕΙΠΑ, Εθνικό Ινστιτούτο Προτύπων Αμερικής
|
ANSI, American National Standards Institute
|
|
 |
εθνοαθλητισμός, εθνοτικός αθλητισμός, εθνοάθλημα
|
ethnosport
|
|
 |
εθνογλωσσολoγία, εθνογλωσσολόγος
|
ethnolinguistics, ethnolinguist
|
|
 |
εθνοκάθαρση, πολιτισμική κάθαρση
|
ethnic cleansing, cultural cleansing
|
|
 |
ειδησιάρχης, κύριος εκφωνητής
|
anchorman, newscaster, newsreader
|
|
 |
ΕΙΠΑ, ειδικό προστατικό αντιγόνο
|
PSA, prostate-specific antigen
|
|
 |
εικάζω, εικασία, εικασιακός, εικαστικός
|
speculate, speculation, speculative
|
|
 |
ΕισΕι, ισι, Εικόνα σε Εικόνα
|
PIP, Picture In Picture
|
|
 |
εικόνα, εικονίζω, εικονοποιώ, εικονοποίηση, απεικονίζω, απεικόνιση, αποτυπώνω, αποτύπωμα, αποτύπωση
|
image, imaging, imager
|
|
 |
εικοναπόδοση
|
render, rendering
|
|
 |
εικονίδιο, εικόνα, είδολο, οπτρισμός
|
icon
|
|
 |
Εικονική Διόπτρα, ηλ-διόπτρα
|
HMD, VRH, head mounted display, virtual reality headset
|
|
 |
ΕικΜ, ικαμι, εικονική μηχανή, εικονικός υπολογιστής
|
VM, virtual machine
|
|
 |
εικονική μνήμη
|
virtual memory
|
|
 |
εικονική περιήγηση
|
virtual tour
|
|
 |
ΕιΠ, Εικονική Πραγματικότητα, εικονικός
|
VR, Virtual Reality, virtual
|
|
 |
ΕΙΔΙ, ιδι, Εικονικό Ιδιωτικό ΔΙκτυο
|
VPN, virtual private network
|
|
 |
εικονικό πληκρολόγιο
|
virtual keyboard
|
|
 |
εικονικό φάρμακο, ψευτοφάρμακο, πλασέμπο
|
placebo
|
|
 |
εικονικοποιημένα δεδομένα
|
data virtualization
|
|
 |
εικονικός κομιστής
|
virtual server
|
|
 |
εικονικός, εικονικοποίηση
|
vitual, virtualisation
|
|
 |
εικονίτσα, εικόνα, αισθηματεικόνα, εμόζι, εμόζεικον
|
emoticon, emotion icon, emoji, emojicon
|
|
 |
εικονογραφώ, εικονογράφηση
|
paint, paint program
|
|
 |
εικονοθέτης
|
imagesetter
|
|
 |
εικονοθήκη
|
picture library
|
|
 |
εικονολήπτης, εικονολήπτρια
|
cameraman, camerawoman
|
|
 |
εικονοληπτική, κάμερα
|
camera
|
|
 |
εικονόφωνο
|
camera phone
|
|
 |
εικονόφωνο, εικονοτηλέφωνο
|
visionphone, videophone
|
|
 |
εικμή, εικοστό της στιγμής
|
TWIP, TWentIeth of a Point
|
|
 |
Ε/, εισαγωγή
|
import
|
|
 |
Ε/Ε, εισαγωγή/εξαγωγή, εισάγω/εξάγω
|
I/E, import/export
|
|
 |
Εισγη, Εισαγωγή
|
Enter, Entry
|
|
 |
εισερχόμενα, εισρχμνα
|
incoming, in
|
|
 |
εισιτήριο περιόδου, εισιτήριο διαρκείας
|
season ticket, transit pass, travel card
|
|
 |
εισιτήριο, εξιτήριο
|
ticket, discharge
|
|
 |
EΙΣ/EΞ, είσοδος έξοδος
|
I/O, input/output
|
|
 |
ΕΙΣ/, είσοδος, εισδοχή
|
I/, input
|
|
 |
εισροή, εκροή
|
ingress, egress
|
|
 |
εκ προηγουμένου, εξ επομένου, προηγουμένως, επομένως
|
a priori, a posteriori
|
|
 |
εκ των πραγμάτων
|
de facto
|
|
 |
ΕκτΠ, εκταπί, εκ των πραγμάτων πρότυπο, δεδομένο πρότυπο
|
de facto standard
|
|
 |
EΚΕΝΑΔ, Εκατομμύρια Εντολές ανά δεύτερο
|
MIPS, Millions Instructions Per Second
|
|
 |
Εκτον/ε, Εκατομμύρια τόνοι ανά έτος
|
Mton/y, Million tons per year
|
|
 |
εκδότης, εκδοτικό πρακτορείο
|
publisher, literary agent
|
|
 |
εκείνοι κι εμείς
|
thuem and us
|
|
 |
εκθετήριο
|
showroom, exhibition stand
|
|
 |
εκθέτης
|
superscript, exponent
|
|
 |
έκθετο λογισμικό,
|
abandonware
|
|
 |
εκκαθάριση δίσκου, εκκαθάριση μνήμης
|
disk scrubbing, memory scrubbing
|
|
 |
εκκαθάριση μνήμης
|
garbage collection
|
|
 |
εκκίνηση, εκκινηματικός
|
startup
|
|
 |
εκκινώ, εκκίνηση, εκκινηματικός, εκκινητήρας, εγγραφή εκκίνησης
|
boot, launch, launching, launcher
|
|
 |
εκκρεμή
|
pending
|
|
 |
εκπ, εκπαιδευτικό
|
edu, education
|
|
 |
εκπαιδοψυχαγωγία, εκπαιδευτική ψυχαγωγία
|
edutainment
|
|
 |
εκπέμπω, εκπομπή, μεταδίδω, μετάδοση
|
broadcast, broadcasting
|
|
 |
εκπροτέρων, εξυστέρων
|
ex ante, exante, ex post, expost
|
|
 |
εκρηκτική κεφαλή, εκρηκτικός κώνος, πυρηνική κεφαλή
|
warhead, nuclear head
|
|
 |
εκρηκτικός στόχος
|
exploding tarket
|
|
 |
έκρηξη πυρόσκονης, εκρηκτική πυρόσκονη, έκρηξη κονιορτού
|
dust explotion, explosive dust
|
|
 |
εκτατή μπαταρία
|
stretchy battery
|
|
 |
εκτείνω, εκτεταμένος, έκταση, επεκτείνω, επεκταμένος, επέκταση, επεκτάσιμος, προεκτείνω, προέκταση, προεκταμένος, προεκτάσιμος
|
expand, expanded, expansion, expandable, extend, extended, extension
|
|
 |
εκπα, εκτέλεση και παραμονή
|
TSR, terminate and stay resident
|
|
 |
εκτελώ, εκτέλεση, εκτελέσιμος, τρέχω, τρέξιμο
|
execute, execution, executable, run, running
|
|
 |
εκδ, εκτοδεύτερο
|
as, attosecond
|
|
 |
εκτός πρακτικών, χωρίς καταγραφή
|
off the record
|
|
 |
εκτός ροής
|
off line
|
|
 |
εκτυπωτής
|
printer
|
|
 |
έκφραση
|
expression
|
|
 |
εκχωρώ, εκχώρηση, εκχωρητής, καταχωρώ, καταχώρηση, καταχωρητής, κατανέμω, κατανομή, κατανεμητής
|
allocate, allocation, allocator
|
|
 |
ελάττωμα, ελαττωματικό, ατέλεια, ατελές, ψεγάδι, ψεγαδιασμένος, λιποταξία, λιποτάκτης, λιποτακτώ, αποστατώ, αποστασία, αποστατης
|
defect, defection, defector
|
|
 |
Ελγχς-Εναλ-Δγρφη
|
Ctrl-Alt-Del
|
|
 |
ελεγκτήρας, κάρτα ελέγχου, προσαρμογέας
|
controller, card, board, adapter
|
|
 |
ελεγκτής ροής
|
choke packet
|
|
 |
ελεγχόμενη κατεδάφιση
|
controled demolition
|
|
 |
έλεγχος εισόδου
|
check in, check-in
|
|
 |
έλεγχος και ισοζυγισμός
|
checks and balances
|
|
 |
έλεγχος κεφαλαίων
|
capital controls
|
|
 |
έλεγχος ροής
|
flow control
|
|
 |
Ελγχς, ελέγχω, έλεγχος, πλήκτρο ελγχς, χειρίζομαι, χειρισμός
|
Ctrl, control, control key
|
|
 |
ελεύθερης κλήσης, ελεύθερο τηλέφωνο
|
freephone
|
|
 |
ελεύθερο λογισμικό, δωρολογισμικό
|
freeware, free stuff
|
|
 |
ελευτήριο, κωδικός πρόσβασης
|
password
|
|
 |
Ελλαγγλικά
|
Greeklish
|
|
 |
ελλιπής ροή κρατήσεων
|
buffer underrun
|
|
 |
Ελστατ, Κυστατ, Ευρωστατ
|
|
|
 |
εμβιομηχανική
|
biomechanics
|
|
 |
εμβολιάζω, εμβόλιο, εμβολιασμός
|
vaccinate, vaccine, vaccination
|
|
 |
εμβολομηχανή, εμβολοφόρος μηχανή
|
piston engine
|
|
 |
έμπειρο σύστημα
|
expert system
|
|
 |
εμπλοκή και αντιστάθμιση
|
engage and hedge
|
|
 |
εμπλοκή χαρτιού, εμπλοκή τροφοδότη, μάγκωμα
|
paper jam
|
|
 |
εμπλοκή, έπαθε εμπλοκή, μαγκώνω, μάγκωμα
|
jam, jammed, jamming
|
|
 |
εμπορικό
|
com, commercial
|
|
 |
εμπορικό και, &
|
ampersand, &
|
|
 |
εμπορονυμία
|
branding
|
|
 |
εμφυτεύω, εμφύτευμα, μόσχευμα
|
implant
|
|
 |
εμφωλεύω, εμφώλευση, εμφωλευμένο, εμφώλευμα, εγκλείω, εγκλεισμός, έγκλειστο
|
nest, nesting, nested
|
|
 |
εν πυριτίω, με πυρίτιο
|
in silico
|
|
 |
εν τόπω, επί τόπου
|
in situ
|
|
 |
εν υάλω
|
in vitro
|
|
 |
εν υάλω, εξωσωματική γονιμοποίηση, εν υάλω γονιμοποίηση
|
IV, IVF, in vitro, in vitro fertilisation
|
|
 |
ένα πλήκτρο
|
any key
|
|
 |
ενακόλουθο
|
stateful
|
|
 |
εναλλαγή εργασιών
|
task switching, context switching
|
|
 |
Εναλ, εναλλακτικό
|
Alt, alternative
|
|
 |
εναλλακτικό κόστος
|
oportunity cost
|
|
 |
εναλλακτικός, υποκατάστατος
|
alternative, substitute
|
|
 |
ΕΡ, ερο, εναλλασσόμενο ρεύμα
|
AC, alternating current
|
|
 |
εναλλάσσω, εναλλαγή, εναλλακτήρας, εναλλάκτης
|
alternate, alternation, alternator
|
|
 |
έναρξη, εκκίνηση
|
start
|
|
 |
ενδημικό, μόνιμο, μόνιμο πρόγραμμα
|
resident, resident program
|
|
 |
ενδιάμεση ζώνη
|
buffer zone
|
|
 |
ενδιάμεσο, ενδμσα
|
tween, tweening, between
|
|
 |
ενδοαγωγός, ενδοαγωγή
|
pipe, piping
|
|
 |
ενδοδιάσωση, ενέσιμη διάσωση
|
bail-in, bail-out, bail
|
|
 |
ενδοδίκτυο
|
intranet
|
|
 |
ενδοεπικοινωνία
|
intercom, intercommunication
|
|
 |
ενδοεφαρμογή, μικροεφαρμογή, μικροπρόγραμμα, μονοεφαρμογή, μονοπρόγραμμα
|
applet, app
|
|
 |
ενεργοποιώ, ενεργοποιημένος, ενεργοποίηση, ενεργοποιητής
|
activate, activated, activation, activator, actuate, actuator
|
|
 |
ενεργοποιώ, ενεργός, απενεργοποιώ, ανενεργός, αδρανής, αδρανοποιημένος
|
enable, enabled, disable, disabled
|
|
 |
ενεργός κυψελίδα, ενεργό κελί
|
active cell
|
|
 |
ενεργώ, ενεργός, ενέργεια, δρώ, δράση, δράστης, δραστστικός, πράττω, πράξη, πρακτικός
|
act, active, action, activity
|
|
 |
ενήμερωαναψυχή, ενημερωδιασκέδαση
|
infotainment
|
|
 |
ενημερώνω, ενημέρωση, ενημερωτικός, ενημερωτής
|
update, updating, updater
|
|
 |
ΕνΘ, ΕνΘερμώ, θερμής εγκατάστασης
|
hot plugging
|
|
 |
ενθετική οθόνη, γαλάζια οθόνη
|
blue screen
|
|
 |
ενθέτω, ένθετο, ένθεση, ενθέτης, ενσωματώνω, ενσωμάτωση, ενσωματωτής
|
embed, embedding, embedded, embedder
|
|
 |
ενθυλακώνω, ενθυλάκωση, περιτυλίγω, περιτύλιγμα,
|
encapsulate, encapsulation
|
|
 |
ενισχυμένη πλειοψηφία
|
supermajority, qualified majority
|
|
 |
ΕΝΕΙ, ενισχυτής ερβιοπροσμιγμένης ίνας
|
EDFA, erbium-doped fiber Amplifier
|
|
 |
ενισχύω, ενίσχυση, ενισχυτής
|
amplify, amplification, amplifier
|
|
 |
ενοποιώ, ενοποιημένος, ενοποίηση, ενοποιητής, ολοκληρώνω, ολοκληρωμένος, ολοκλήρωση, ολοκληρωτής , ενσωματώνω, ενσωματωμένος, ενσωμάτωση, ενσωματωτής
|
integrate, integrated, integration, integrator
|
|
 |
ένρηξη, ενρηγνύομαι
|
implode, implosion
|
|
 |
ΕΕΣΔ, Ενσωματωμένη Εφεδρική Συστοιχία Δίσκων
|
ROMB, RAID on motherboard
|
|
 |
ενσωματωμένο, ενσωματώνω, ενσωμάτωση
|
on board, integrated, integrate
|
|
 |
εντέλλω, εντολή, εντολοδοσία
|
command
|
|
 |
ενταπ, εντολή απραξίας
|
NOP, NO-OP, no operation instruction
|
|
 |
εντολοδεκτικό, εντολοδεκτική διεπαφή
|
command driven, command driven interface
|
|
 |
εντολοδέσμη, φάκελος εντολών
|
batch file, macro
|
|
 |
ΕΜΟΔ, Εντολοδόχος Μηχανολογική Ομάδα Διαδικτύου
|
IETF, Internet Engineering Task Force
|
|
 |
ΕΟΔΕ, Εντολοδόχος Ομάδα Διαδικτυακών Ερευνών
|
IRTF, Internet Research Task Force
|
|
 |
έντονα
|
bold, boldface
|
|
 |
εντοπίζω, εντοπισμός, εντοπιστής
|
locate, locating, locator
|
|
 |
εντοπισμός συγκρούσεων
|
collision detection
|
|
 |
εντοπισμός, τοπικοποίηση, υλισμικό τοπικοποίησης
|
localization, localization software
|
|
 |
εντοπιστής μπλούτουθ, ηλ-εντοπιστής
|
luetooth tracker, smart tracker, tracking tag
|
|
 |
ΟΕΠ, Εντοπιστής, Oμοιόμορφος Εντοπιστής Πόρων, ιστοδιεύθυνση
|
URL, Uniform Resource Locator, web address
|
|
 |
Ε&Σ, Εξαγορές και Συγχωνεύσεις
|
M&A, Mergers and Acquisitions
|
|
 |
/Ε, εξαγωγή
|
export
|
|
 |
εξανυσματώνω, εξανυσμάτωση
|
autotrace, autotracing
|
|
 |
ΕξΜΤΠ, εξμιταυπί, Εξάρτηση από ΜΤΠ
|
STR, Suspend-to-RAM
|
|
 |
εξασθένηση, εξασθένηση σήματος
|
attenuation
|
|
 |
εξαχνώνω, εξάχνωση
|
sublimate, sublimation
|
|
 |
εξερχόμενα, εξρχμνα
|
outgoing, outbox, out
|
|
 |
έξοδος, παραγωγή, αποτέλεσμα
|
output
|
|
 |
έξοδος-είσοδος, εξείσοδος, εξεισέρχομαι
|
shell out
|
|
 |
ΞΟ, εξοκτάδα
|
EB, exabyte
|
|
 |
εξομοιώνω, εξομοίωση, εξομοιωτής
|
emulate, emulation, emulator
|
|
 |
εξομοίωση τερματικού
|
terminal emulation
|
|
 |
εξόρυξη δεδομένων, εξορύχος δδμνων
|
data mining, data miner
|
|
 |
εξουσιοδότηση, εξουσία, εντολή
|
mandate
|
|
 |
εξουσιοδοτώ, εξουσιοδότηση
|
authorize, authorising, authorisation
|
|
 |
έξυπνη κάρτα
|
ICC, Integrated Circuit Card, smart card, chip card
|
|
 |
έξυπνη σκόνη, εξυπνόσκονη, κοριόσκονη
|
smart dust
|
|
 |
έξυπνο ρολόι
|
smartwatch
|
|
 |
έξυπνο σπίτι
|
smart home
|
|
 |
έξυπνο σπίτι, αυτοματισμός οικίας
|
smart home, home automation
|
|
 |
εξυπνόφωνο
|
smartphone
|
|
 |
εξωπλανήτης, εξωηλιακός πλανήτης
|
exoplanet, extrasolar planet
|
|
 |
εξωπορισμός, εξανάθεση, εξωτερική ανάθεση
|
outsourcing
|
|
 |
εξωτερική δοκιμή, δοκιμή βήτα
|
beta test
|
|
 |
εξωτερική εργασία, εξωτερική έρευνα
|
field work, field research
|
|
 |
εξωφανής
|
outsider
|
|
 |
εξωχρονίζω, εξωχρονισμός
|
timeout, time-out
|
|
 |
επαγωγέας, πηνίο
|
inductor
|
|
 |
επαγωγή, επαγωγική φόρτιση, ασύρματη φόρτιση
|
induction, inductive charging, wireless charging
|
|
 |
επαγωγικό μαγείρεμα, επαγωγική εστία
|
induction cooking, induction cooker
|
|
 |
ΕΕΑ, επαλήθευση, εξουσιοδότση, ακολούθηση
|
AAA, authentication, authorization and accounting
|
|
 |
επαληθευτής χρημάτων, επαληθευτής κερμάτων, επαληθευτής χαρτονομισμάτων
|
currency detector, bill detector
|
|
 |
επαμ, επιστρέφω αμέσως
|
brb, be right back
|
|
 |
επαναγράφω, επαναγραφή, επαναγράψιμος, ξαναγραμμένος
|
rewrite, rewriting, rewritable, rerecord, rerecorded
|
|
 |
επανακαλώ, απανάκληση, ξανατηλεφωνώ
|
recall
|
|
 |
επανακόμιση, επνκμση, επανάληψη
|
replay
|
|
 |
επανακρόαση, αναπαραγωγή
|
playback
|
|
 |
επανακτώ, επανάκτηση, σώζω, διασώζω, διάσωση
|
recover, recovery
|
|
 |
επαναλήπτης, αναμεταδότης
|
repeater
|
|
 |
επαναλήπτης, επαναλαμβάνω, επανάληψη
|
repeater, repeat, repetition
|
|
 |
επανάληπτικό πλήκτρο, ιδιόπληκτρο
|
repeat key
|
|
 |
επανάμειξη, ρέμιξ, διασκευή
|
remix, remixed
|
|
 |
επαναφέρω, επαναφορά, επανορθώνω, επανόρθωση, αποκαθιστώ, αποκατάσταση
|
restore, restoration
|
|
 |
επαναφορά, Επνφρα, επαναφορέας
|
backspace, Bk Sp, BkSp
|
|
 |
επανεκπαίδευση, μαθήματα επανεκπαίδευσης
|
refresher course
|
|
 |
επαυξάνω, επαυξημένος, επαύξηση
|
enhance, enhanced, enhancement
|
|
 |
ΕΟΛΗΟ, Επαυξημένα Ολοκληρωμένα Ηλκτρνκά Οδήγησης
|
EIDE, Enhanced Integrated Drive Electronics
|
|
 |
ΕΔΜΣ, Επαυξημένη Διεπαφή Μικρών Συσκευών
|
ESDI, Enhanced Small Device Interface
|
|
 |
ΕΜΥ, Επαυξημένη Μηνυματική Υπηρεσία
|
EMS, Enhanced Message Service
|
|
 |
ΕΠΡΑ, επαυξημένη πραγματικότητα
|
AR, augmented reality
|
|
 |
ΕΠΓ, Επαυξημένος Προσαρμογέας Γραφικών
|
EGA, Enhanced Graphics Adapter
|
|
 |
επε, επ’ ευκαιρία, πεπ, παρεμπιπτόντως
|
btw, by the way
|
|
 |
ΕΠΣ, Επεκταμένης Γρφκής Συστοιχίας,
|
XGA, Extended Graphics Array,
|
|
 |
ΕΠΕΞ ΜΤΠ, Επεκταμένης Εξόδου ΜΤΠ
|
EDO RAM, Extended Data Out RAM
|
|
 |
ΕΠΤ, επιταυ, επεκταμένης προηγμένης τεχνολογίας
|
ΑΤΧ, advanced technology extended
|
|
 |
ΕΒΠΑ, Επεκταμένο Βιομηχανικό Πρότυπο Αρχιτεκτονικής
|
EISA, Extended Industry Standard Architecture
|
|
 |
ΕΚΑΔΚΔ, Επεκταμένος Κώδικας Ανταλλαγής Δυαδικά Κωδικοποιημένων Δεκαδικών, δεκαδυικός
|
EBCDIC, Extended Binary-Coded Decimal Interchange Code
|
|
 |
επέκταση φακελώνυμου, επέκταση φακέλου
|
file extension
|
|
 |
ΕΓΣ, Επεκτάσιμη Γλώσσα Σήμανσης
|
XML, Extensible Markup Language
|
|
 |
επεκτείνω, επέκταση, προεκτείνω, προέκταση
|
extend, extension
|
|
 |
επένδυση πορτοφολίου
|
portofolio investment
|
|
 |
επεξεργάζομαι, επεξεργασία, επεξεργαστής, επεξεργασμένος, διαδικασία
|
process, processing, processor, processed
|
|
 |
επεξεργασία εικόνας, επεξεργαστής εικόνας, φωτοεπεξεργασία, φωτοεπεξεργαστής
|
photo-edit, photo-editing, photo-editor, picture editing, photo-processing, photo-processor, image processing
|
|
 |
επεξεργασμένο χρώμα, παράγωγο χρώμα
|
process color
|
|
 |
επεξεργαστής γραφικών, κάρτα γραφικών
|
GPU, Graphics Processing Unit, graphics accelerator, graphics board
|
|
 |
επεξεργαστής εντολών
|
command processor, command line interpreter
|
|
 |
επεξεργαστής κειμένου, επεξεργαστής λέξεων
|
word processor
|
|
 |
επεστιάζω, επεστίαση, εξεστιάζω, εξεστίαση
|
zoom, zoom in, zoom out
|
|
 |
ΕΟΔ, επί οχήματος διαγνωστικό, ενσωμτμένο διαγνστκο
|
OBD, on-board diagnostics
|
|
 |
επί σκοπώ
|
ad hoc
|
|
 |
επιβεβαιώνω, επιβεβαίωση, διαπιστώνω, διαπίστωση
|
verify, verification
|
|
 |
επίγνωση εμπορονυμίας, εμπορονυμική επίγνωση
|
brand awareness
|
|
 |
επιγραμμίζω, επιγράμμιση, επιγραμμισμένο, διακριτή διαγραφή
|
strikethrough, strikeout
|
|
 |
επιδερμίδα, δέρμα
|
skin
|
|
 |
επιδιαιτητεύω, επιδιαιτησία
|
arbitrate, arbitration
|
|
 |
επιδικαιώματα, ©, επιδικαιούχος
|
copyright, ©, copyright holder
|
|
 |
επιεπεξεργασία, επικαλυπτόμενη επεξεργασία
|
pipelining, pipeline processing
|
|
 |
επίθεση αυτοκτονίας, βομβιστής αυτοκτονίας, αυτοβομβιστής, αυτοβομβισμός, βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας, αυτοκτόνος βομβιστής
|
suicide attack, suicide bomber, suicide bomb attack
|
|
 |
επίκαιρη λέξη, λέξη της μόδας
|
buzzword
|
|
 |
επικαλύπτω, επικάλυψη
|
overlap, overlaping
|
|
 |
επικύλιση, επικύλιση ποντικιού
|
mouseover
|
|
 |
επιλέγω, επιλεγμένο, επiλογή
|
select, selected, selection
|
|
 |
επιλογή, ακολουθία, βρόχος
|
selection, sequence, loop
|
|
 |
επιλογή, προαιρετικό
|
option, optional
|
|
 |
επίλυση προβλημάτων, επιλύτης προβλημάτων
|
problem solving, problem solver
|
|
 |
επιμελούμαι, διορθώνω, έκδοση
|
edit, editing, edition
|
|
 |
ΕΟΘ, Επίπεδη Οθόνη, ΤΕΟΘ, Τεχνολογία Επίπεδης Οθόνης
|
FTM, Flat Technology Monitor
|
|
 |
ΕΠΑΕΑ, Επίπεδο Απλής Επαλήθευσης και Ασφάλειας
|
SASL, Simple Authentication and Security Layer
|
|
 |
επίπεδο, στάθμη, οριζόντιος, ισοϋψής, ίσιος, ισιώνω,βαθμός, ύψος
|
level
|
|
 |
επίπεδο, στρώση, στρώμα
|
layer, layering
|
|
 |
επίπεδος, επίπεδος διαντιστάτης
|
planar, planar transistor
|
|
 |
επιπρόγραμμα, προσθενότητα
|
add-in, plug-in
|
|
 |
Επιρυθμίσεις, προχωρημένος, προηγμένος
|
Advanced
|
|
 |
επισημείωση
|
annotation
|
|
 |
επισκέψεις, ιστοεπισκέψεις
|
hits, page hits
|
|
 |
επι.φαν, επιστημονικής φαντασίας
|
SF, sci-fi, science fiction
|
|
 |
ΕπΑι, επιστολή αιτημάτων
|
letter of request
|
|
 |
επσλ, επισελί, επιστρέφω σε λίγο
|
bbl, be back later
|
|
 |
επιστροφή
|
bounce
|
|
 |
επισυνδέομαι, επισύνδεση
|
log-in, login, log in, log on, signon, sign on
|
|
 |
επισυσκευή
|
add-on
|
|
 |
επιταχύμετρο, μετρητής επιτάχυνσης
|
accelerometer
|
|
 |
επιταχυντής γραφικών, κάρτα γραφικών
|
graphics accelerator, graphics card
|
|
 |
επιταχύνω, επιτάχυνση, επιτχυντήρας, κάρτα επιτάχυνσης
|
accelerate, acceleration, accelerator, acceleration board
|
|
 |
επιτραπέζια έκδοση
|
DTP, desktop publishing, desktop publication
|
|
 |
επιτραπέζιος
|
desktop
|
|
 |
επιτραπέζιος υπολογιστής
|
desktop computer
|
|
 |
επιτυπώνω, επιτύπωση, επεγγράφω, επεγγραφή
|
overtype, overwrite
|
|
 |
ΕΠΥΚ, Επιφάνεια Υγρών Κρυστάλλων, Οθόνη Υγρών Κρυστάλων
|
LCD, Liquid Crystal Display
|
|
 |
επιφανειοδραστικός
|
surfactant
|
|
 |
επιφορά
|
bonus
|
|
 |
επιφορτώνω, επιφορτωμένο, επιφόρτωση
|
overload, overloaded, overloading
|
|
 |
Επιχειρηματικές Ιστοσελίδες
|
UDDI, Universal Description Discovery and Integration
|
|
 |
εποικοδομητική ασάφεια
|
constructive ambiguity
|
|
 |
επόμενο, επμνο
|
next
|
|
 |
ΕΟ, επτοκτάδα, επτο8δα
|
ZB, zettabyte
|
|
 |
εραγροστίδα
|
eragrostis tef, teff, lovegrass, taf
|
|
 |
εργαλεία, εργαλειοθήκη
|
tools, toolbox, tool box, toolkit, tool kit
|
|
 |
εργαλειολωρίδα
|
toolbar, tool bar
|
|
 |
εργασιακό ήθος, εργασιακή ηθική
|
work ethic
|
|
 |
εργασιομανής, εργασιομανία
|
workaholic, ergomaniac, ergomania
|
|
 |
εργασιοροή, ροή εργασίας
|
workflow
|
|
 |
εργοδότηση ανηλίκων, παιδική εργσία
|
child labour
|
|
 |
εργολωρίδα, εργασιολωρίδα
|
taskbar
|
|
 |
εργονομικός, εργονομία, εργονoμική
|
ergonomic, ergonomics
|
|
 |
εργοσχέδιο, έργο, προβολή
|
project, projection
|
|
 |
ΕκΑ, Έρευνα Και Ανάπτυξη
|
R&D, research & development
|
|
 |
ΕκΔ, εκεδί, Έρευνα και Διάσωση
|
SAR, Search And Rescue
|
|
 |
ΕκΔ, Έρευνα και Διάσωση
|
SAR, Seearch And Rescue
|
|
 |
ερευνητής, Ερευνητής Διαδικτύου
|
explorer, Internet Explorer
|
|
 |
ερημοτάξιο
|
ghost site
|
|
 |
ΕΠΓ, επιγά, Ερυθρό, Πράσινο, Γαλάζιο, τριχρωμία
|
RGB, Red Green Blue
|
|
 |
ερώτημα
|
query
|
|
 |
ΕΜΠ, Ερώτημα Με Παράδειγμα, εμιπί
|
QBE, query by example
|
|
 |
ερωτική εργασία, ερωτική εργάτρια, ερωτικός εργάτης, ερωτική βιομηχανία
|
sex work, sex worker, erotic work, erotic worker, sex industry
|
|
 |
εστιάζω
|
focus
|
|
 |
εστιάσεις, εστίαση, εστιάζω, εστιάτης
|
catering, cater, caterer
|
|
 |
εσωτερική δοκιμή, δοκιμή άλφα
|
alpha test
|
|
 |
εσωτερική συναλλαγή
|
inside trading
|
|
 |
εταιρική επικοινωνία
|
corporate communication
|
|
 |
εταιρική μετοίκηση
|
corporate inversion, inversion
|
|
 |
ετεροχρονίζω, ετεροχρονισμός, ετεροχρονιστής
|
spool, spooling, spooler
|
|
 |
ετικέτα, ονομασία, επιγραφή
|
label
|
|
 |
έτοιμα κείμενα, ετ.κειμ.
|
boiler plate, AutoText
|
|
 |
έτοιμα σχέδια, ετ.σχ
|
clipart
|
|
 |
ετοιμακινησία, ετοιμακίνητος, λανθάνων χρόνος, αδράνεια
|
latency, latency time
|
|
 |
έτοιμος
|
ready
|
|
 |
ετοιμότητα, επαγρύπνηση, σε ετοιμότητα, σε επαγρύμνηση, λίστα επαγρύπνησης
|
alert, on alert, alert list
|
|
 |
ετυμολογία, ετυμολόγιο
|
etymology
|
|
 |
ευδοδεύτερο, ευδ
|
zeptosecond, zs
|
|
 |
εύκαμπτη οθόνη
|
flexible screen, rollable display, roll-up screen
|
|
 |
εύκολη εκτύπωση
|
printable version
|
|
 |
ευκολόχρηστος, ευχείριστος
|
user friendly
|
|
 |
ευκόλυνση, βοήθημα, υπηρεσία, ευχέρεια
|
facility
|
|
 |
ευ-μαχαίρι, ευ-νυστέρι
|
iknife, surgical iknife
|
|
 |
ευρείας ζώνης, ευρυζωνικός
|
broadband
|
|
 |
ευρεσιτεχνία, ευρεσιτέχνης, κάτοχος ευρεσιτεχνίας
|
patent, patentee, patent holder
|
|
 |
ΕΣΠ, Ευρετηριακή Σειριακή Προσπέλαση
|
ISAM, Indexed Sequential Access Method
|
|
 |
ευρετήριο, ευρετηριάζω, ευρετηρίαση, ευρετηριασμένο, ευρετηριακό, κατατάσσω, κατάταξη, δείκτης
|
index, indexing, indexed
|
|
 |
εύρος ζώνης
|
bandwidth
|
|
 |
Ευρυζωνικός ΚΜΠ, Ευρυζωνικός ΚωδικοΜερισμός Πολυπρόσβασης
|
WCDMA, Wide-band CDMA, Code-Division Multiple Access
|
|
 |
ευρωομόλογα
|
eurobonds
|
|
 |
ΕυΕ, Ευρωπαϊκή Ένωση
|
EU, European Union
|
|
 |
ΕΚΤ, εκαταυ, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
|
ECB, European Central Bank
|
|
 |
ΕΡΕ, Ευρωπαϊκή Ραδιοτηλεοπτική Eνωση
|
EBU, European Broadcasting Union
|
|
 |
ΕΔΟΫ, Ευρωπαϊκό Δίπλωμα Οδήγησης Υπολογιστή
|
ECDL, European Computer Driving License
|
|
 |
ΕΙΤΠ, έιταυπι, Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Τηλεπικοινωνιακών Προδιαγραφών
|
ETSI, European Telecommunications Standards Institute
|
|
 |
ΕΣΝΕ, Ευρωπαϊκό Σύστημα Νομισματικής Εποπτίας
|
ESFS, European System of Finanscial Supervision
|
|
 |
ΕΤΝΣ, εταυνισί, Ευρωπαϊκό Ταμείο Νομισματικής Σταθερότητας
|
EFSF, European Financial Stability Facility
|
|
 |
ΕΜΣ, εμισι, Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας
|
ESM, European Stability Mechanism
|
|
 |
ΕΟΔ, Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος
|
ESA, European Space Agency
|
|
 |
ΕΟΠΕ, Ευρωπαϊκός Οργανισμός Πυρηνικών Ερευνών
|
CERN, Conseil Européen pour la Recherche Nucléaire
|
|
 |
ευσεβοποθισμός
|
wishful thinking
|
|
 |
στω, ευχαριστώ
|
tia, thanks in advance
|
|
 |
ΕκΧ, εκεχί, Εφαρμογή και Χρήση
|
PnP, plug and play
|
|
 |
εφαρμόζω, εφαρμογή, εφαρμόσιμο
|
apply, application, applicable, app,
|
|
 |
εφεδρεία
|
backup
|
|
 |
ΕΣΔ, εσιδί, Εφεδρική Συστοιχία Δίσκων
|
RAID, Redundant Array of Independent Disks
|
|
 |
εφεδρικό
|
redundant, redundancy
|
|
 |
εφοδιαστική αλυσίδα
|
supply chain
|
|
 |
ΕΜΠ, ηλεκτρομαγνητική παρεμβολή
|
EMI, electromagnetic interferance
|
|
 |
εγγεγραμμένο τομεώνυμο, τομεώνυμο
|
FQDM, domain name, fully qualified domain name
|