|
 |
AM, 3D printing, additive manufacturing
|
ΠΚ, 3Δ εκτύπωση, προσθετική κατασκευή
|
|
 |
a priori, a posteriori
|
εκ προηγουμένου, εξ επομένου, προηγουμένως, επομένως
|
|
 |
abandonware
|
έκθετο λογισμικό,
|
|
 |
ABEND, Abnormal End
|
ΑΝΤΕ, ΑΝώμαλο ΤΕλος
|
|
 |
abort
|
ματαιώνω, ματαίωση, εγκαταλείπω, εγκατάλειψη
|
|
 |
abort retry fail
|
εγκατάλειψη αναδοκιμή απόρριψη
|
|
 |
About
|
Σχτκα, Σχετικά
|
|
 |
ΑΒΕΝD, Absent By Enforced Net Deprivation
|
ΑΔΙΑ, Αναγκαστική Διαδικτυακή Αποστέρηση
|
|
 |
absolute
|
απόλυτος
|
|
 |
abstract, abstraction, abstracted
|
αφαιρώ, αφαίρεση, αφαιρεμένο, αφηρημένο, απόκομμα, σύνοψη
|
|
 |
accelerate, acceleration, accelerator, acceleration board
|
επιταχύνω, επιτάχυνση, επιτχυντήρας, κάρτα επιτάχυνσης
|
|
 |
AGP, Accelerated Graphics Port
|
ΘΕΓ, Θύρα Επιτάχυνσης Γραφικών
|
|
 |
accelerometer
|
επιταχύμετρο, μετρητής επιτάχυνσης
|
|
 |
access, accessible
|
προσβαίνω, πρόσβαση, προσβασιμότητα, προσπελάζω, προσπέλαση, προσπελάσιμος
|
|
 |
account
|
πρόσβαση, λογαριασμός
|
|
 |
accsess time
|
χρόνος πρόσβασης
|
|
 |
accumulate, accumulation, accumulator
|
συσσωρεύω, συσσώρευση, συσσωρευτής, συγκεντρώνω, συγκέντρωση, συγκεντρωτής, μαζεύω, μάζεμα, μαζευτής
|
|
 |
acronym
|
ακρωνύμιο, αρκτικόλεξο
|
|
 |
act, active, action, activity
|
ενεργώ, ενεργός, ενέργεια, δρώ, δράση, δράστης, δραστστικός, πράττω, πράξη, πρακτικός
|
|
 |
action group, task force
|
ομάδα δράσης, εντολοδόχος ομάδα, επιχειρησιακή ομάδα
|
|
 |
activate, activated, activation, activator, actuate, actuator
|
ενεργοποιώ, ενεργοποιημένος, ενεργοποίηση, ενεργοποιητής
|
|
 |
active cell
|
ενεργός κυψελίδα, ενεργό κελί
|
|
 |
active matrix display
|
οθόνη ενεργού μητρότυπου
|
|
 |
activity light, light indicator
|
φωτοδείκτης
|
|
 |
ad hoc
|
επί σκοπώ
|
|
 |
adapt, adapted, adaption, adaptor, adapter
|
προσαρμόζω, προσαρμοσμένος, προσαρμογή, προσαρμογέας
|
|
 |
ADPCM, adaptive differential pulse code modulation
|
ΠΔ ΠΚΔ, Προσαρμοστική Διαφορική ΠαλμοΚωδική Διαμόρφωση
|
|
 |
ADM, add/drop multiplexing
|
ΠΠΦ, Πολυπλεκτική ΠροσθαΦαίρεση
|
|
 |
add-in, plug-in
|
επιπρόγραμμα, προσθενότητα
|
|
 |
add-on
|
επισυσκευή
|
|
 |
address, direct address, absolute address, indirect address, addressing
|
διεύθυνση, απόλυτη διεύθυνση, σχετική διεύθυνση, διευθυνσιοδότηση
|
|
 |
adermatoglyphia
|
αδερματογλυφία
|
|
 |
administer, administration, administrator
|
διαχειρίζομαι, διαχείριιση, διαχειρισρικός, διαχειριστήςδιοικώ, διοιίκηση, διοικητικός, διαχειριστής
|
|
 |
Adobe
|
τούβλα, πλινθάρια
|
|
 |
Advanced
|
Επιρυθμίσεις, προχωρημένος, προηγμένος
|
|
 |
AAC, Advanced Audio Coding
|
ΠΗΚ, Προηγμένη Ηχητική Κωδίκευση
|
|
 |
ACPI, Advanced Configuration and Power Interface
|
ΔΠΣΙ, Διεπαφή Προηγμένου Συνορισμού και Ισχύος
|
|
 |
APM, advanced power management
|
ΠΡΔΙ, πιροδι, προηγμένη διαχείριση ισχύος
|
|
 |
ASF, Advanced Streaming Format
|
ΜΠΙ, Μορφότυπο Προχωρημένης Ισοροής
|
|
 |
AT, ATX, BTX, Advanced Technology
|
ΠΤ, Προχωρημένη Τεχνολογία
|
|
 |
ATA, advanced technology attachment
|
ΠΠΤ, Προσάρτηση Προχωρημένης Τεχνολογίας
|
|
 |
ATAPI, Advanced Technology Attachment Packet Interface
|
ΔΣΠ ΠΤ, Διεπαφή Συνολικής Προσάρτησης, (Προχωρημένης Τεχνολογίας)
|
|
 |
ΑΤΧ, advanced technology extended
|
ΕΠΤ, επιταυ, επεκταμένης προηγμένης τεχνολογίας
|
|
 |
aerostatic
|
αεροστατικός, αερόσταση
|
|
 |
afterburner, afterburning
|
μετακαυστήρας, μετάκαυση
|
|
 |
agent
|
πράκτορας
|
|
 |
agroglyph, crop circle, geoglyph
|
αγρογλυφικό, γεογλυφικό
|
|
 |
Air Cavity System, Air Lubrication System
|
Σύστημα Αεροκοιλότητας, Σύστημα Αερολίπανσης
|
|
 |
air, aerate, aeration, aerification, aerator
|
αέρας, αερίζω, αερισμός, αεριστής, αεριστήρας, αεριστικό
|
|
 |
airborne, waterborne
|
αεροφερόμενος, υδατοφερόμενος
|
|
 |
airport art
|
αεροδρομική τέχνη, αεροδρομικό καλλιτέχνημα
|
|
 |
alarm
|
συναγερμός, ξυπνητήρι
|
|
 |
alert, on alert, alert list
|
ετοιμότητα, επαγρύπνηση, σε ετοιμότητα, σε επαγρύμνηση, λίστα επαγρύπνησης
|
|
 |
algorithm
|
αλγόριθμος
|
|
 |
aliasing, jaggies
|
δοντιάσματα, δοντιάζει
|
|
 |
align, alignment, aligned, justify, justifiication, justified, flush
|
στοιχίζω, στοίχιση, στοιχισμένο
|
|
 |
alignment, misalignment
|
στοίιχιση, κακοστοίχιση, αποστοίχιση
|
|
 |
all knowing, mr know-it-all
|
παντοδαής, παντογνώστης, ξερόλας
|
|
 |
alliteration
|
παρήχηση
|
|
 |
allocate, allocation, allocator
|
εκχωρώ, εκχώρηση, εκχωρητής, καταχωρώ, καταχώρηση, καταχωρητής, κατανέμω, κατανομή, κατανεμητής
|
|
 |
alpha test
|
εσωτερική δοκιμή, δοκιμή άλφα
|
|
 |
alphanumeric
|
αλφαριθμός, αλφαριθμητικός, αλφαριθμητικός χαρακτήρας
|
|
 |
aka, also known as
|
γνως, γνωστός ως
|
|
 |
alternate, alternation, alternator
|
εναλλάσσω, εναλλαγή, εναλλακτήρας, εναλλάκτης
|
|
 |
AC, alternating current
|
ΕΡ, ερο, εναλλασσόμενο ρεύμα
|
|
 |
Alt, alternative
|
Εναλ, εναλλακτικό
|
|
 |
alternative, substitute
|
εναλλακτικός, υποκατάστατος
|
|
 |
ambient
|
περιβάλλων, περιρέουσα ατμόσφαιρα
|
|
 |
ANSI, American National Standards Institute
|
ΕΙΠΑ, Εθνικό Ινστιτούτο Προτύπων Αμερικής
|
|
 |
ASCII, American Standard Code for Information Interchange
|
ΑΠΚΑΠ, Αμερικάνικος Πρότυπος Κώδικας Ανταλλαγής Πληροφοριών
|
|
 |
amorphous
|
απορροφητικός, άμορφος
|
|
 |
ampersand, &
|
εμπορικό και, &
|
|
 |
amplify, amplification, amplifier
|
ενισχύω, ενίσχυση, ενισχυτής
|
|
 |
analogue
|
αναλογικό
|
|
 |
ADC, analogue to digital converter
|
ΑΨΜ, ΑναλογοΨηφιακός Μετατροπέας
|
|
 |
anchor
|
αγκυρώνω, αγκύρωση, άγκυρα
|
|
 |
anchorman, newscaster, newsreader
|
ειδησιάρχης, κύριος εκφωνητής
|
|
 |
animation, animate, animator, computer animation
|
κινησιογράφημα, κινησιογράφηση, κινησιογράφω, κινησιογράφος, ηλ-κινησιογραφηση, ηλ-κινησιογράφημα, κινούμενα σχέδια
|
|
 |
annotation
|
επισημείωση
|
|
 |
anthropocene
|
ανθρωπόκαινος
|
|
 |
anthropogenic, anthropocene
|
ανθρωπογενής, ανθρωπόκαινος
|
|
 |
anticipate, anticipation, anticipatory, anticipator
|
προλαμβάνω, πρόληψη, προληπτικός, προνοώ, πρόνοια, προνοητικός
|
|
 |
anti-laser
|
αντιφεακτίνα, αντιλέιζερ
|
|
 |
antivirus killer
|
αντιιοκτόνο
|
|
 |
antivirus, antivirus program
|
αντιιός, αντι-ιικό πρόγραμμα, ιοκτόνος
|
|
 |
any key
|
ένα πλήκτρο
|
|
 |
anycast
|
σεόποιον
|
|
 |
append, appendix
|
προσαρτώ, προσάρτηση, προσάρτημα, συνάπτω, σύναψη, συνημμένο
|
|
 |
applet, app
|
ενδοεφαρμογή, μικροεφαρμογή, μικροπρόγραμμα, μονοεφαρμογή, μονοπρόγραμμα
|
|
 |
API, Application Program Interface
|
ΔιΕΠ, ΔΙεπαφή Εφαρμογής Προγραμμάτων
|
|
 |
ASP, WASP, Application Service Provider, Wireless Application Service Provider
|
ΠΥΕ, ΠΥΑΕ, Παροχέας Υπηρεσιών Εφαρμογών, Παροχέας Υπηρεσιών Ασύρματων Εφαρμογών
|
|
 |
apply, application, applicable, app,
|
εφαρμόζω, εφαρμογή, εφαρμόσιμο
|
|
 |
aquanaut, oceanaut
|
υδροναύτης, ωκεανοναύτης
|
|
 |
arbitrate, arbitration
|
επιδιαιτητεύω, επιδιαιτησία
|
|
 |
arborist, tree surgeon, arboryculture
|
δενδροκόμος, δενδροκομία
|
|
 |
arcade game
|
παιγνίδι δράσης, βιντεοπαιχνίδι
|
|
 |
archic anarchism
|
αρχούμενος αναρχισμός
|
|
 |
architecture
|
αρχιτεκτονική
|
|
 |
archives
|
αρχειοθήκη
|
|
 |
area
|
περιοχή, θέμα
|
|
 |
area chart
|
θεματικό γράφημα, θεματικός χάρτης
|
|
 |
areal density, bit density
|
πυκνότητα περιοχής, δυφιοπυκνότητα
|
|
 |
argument
|
όρισμα
|
|
 |
ALU, Arithmetic Logic Unit
|
ΑΛΜ, Αριθμητική Λογική Μονάδα
|
|
 |
array
|
συστοιχία, πίνακας
|
|
 |
array processor, vector processor
|
ανυσματικός επεξεργαστής, επεξεργαστής πινάκων
|
|
 |
arrow, arrow keys, arrow pad
|
βέλος, βελόπληκτρα
|
|
 |
articulated vehicle
|
αρθρωτό όχημα
|
|
 |
artifact
|
τεχνούργημα
|
|
 |
ΑΙ, artificial intelligence
|
ΤΝ, ταυνι, τεχνητή νοημοσύνη
|
|
 |
ALICE, Artificial Linguistic Computer Entity
|
Τέγλον, Τεχλον, Τεχνητή Γλωσσική Οντότητα
|
|
 |
ANN, Artificial Neural Network, neural network
|
ΤΝΣ, ταυνισι, Τεχνιτό Νευρωνικό Δίκτυο, νευρωνικό δίκτυο
|
|
 |
artist's impression
|
καλλιτεχνική απεικόνιση
|
|
 |
asap, as soon as possible
|
τσδ, τοσιδι, το συντομότερο δυνατό
|
|
 |
ascender
|
άνω γραμμή, άνω γραμμή πατούρας
|
|
 |
ascending order, descending order
|
αύξουσα σειρά, φθίνουσα σειρά
|
|
 |
Asia Pasific
|
Ασιατικός Ειρηνικός
|
|
 |
asl, age sex location
|
ηφτο, ηλικία φύλο τοποθεσία
|
|
 |
aspect ratio
|
λόγος ΠΛΥ, λόγος διαστάσεων
|
|
 |
assault rifle
|
τυφέκιο εφόδου
|
|
 |
assemble, assembler, assembly language
|
μετασκευάζω, μετασκευαστής, γλώσσα μετασκευής
|
|
 |
assertion, assert
|
ισχυρισμός, ισχυρίζομαι
|
|
 |
assistant referee
|
βοηθός διαιτητής
|
|
 |
association, associate
|
συσχετισμός, συσχετίζω, συσχέτιση
|
|
 |
astrology, astronomy, astrofysics
|
αστρολογία, αστρονομία, αστροφυσική
|
|
 |
AU, Astronomical Unit
|
ΑΜ, Αστρονομική Μονάδα
|
|
 |
ADSL, Asymmetric Direct Subscriber Line
|
ΑΨΣΓ, Ασυμμετρική Ψηφιακή Συνδρομητική Γραμμή
|
|
 |
ATM, Asynchronous Transfer Mode
|
ΑΤΜ, αταυμί, Ασύγχρονος Τρόπος Μετάδοσης
|
|
 |
asynchronous, asychronic
|
ασύγχρονο, ασυγχρόνιστο, ασυγχρονικό
|
|
 |
at gunpoint
|
με οπλαπειλή
|
|
 |
at, @
|
ανά, @
|
|
 |
atomic operation
|
αδιάκοπη εκτέλεση
|
|
 |
ACID, Atomicity Consistency Isolation Durability
|
ΑΣΑΔ, Ατομικότητα Σταθερότητα Απομόνωση Διάρκεια
|
|
 |
attach, attached, attachment
|
συνάπτω, σύναψη, συνημμένο, προσαρτώ, προσάρτηση, προσάρτημα
|
|
 |
attenuation
|
εξασθένηση, εξασθένηση σήματος
|
|
 |
as, attosecond
|
εκδ, εκτοδεύτερο
|
|
 |
attribute
|
γνώρισμα, ιδιότητα
|
|
 |
audio
|
ακουστικός, ηχητικός
|
|
 |
audio file format
|
μορφότυπο ακουστικού φακέλου
|
|
 |
AIFF, Audio Interchange File Format
|
Μορφότυπο Ηχητικής Μετατροπής
|
|
 |
audiobook, audio book
|
φωνητικό βιβλίο, φωνητικό κείμενο
|
|
 |
audiocast
|
ηχοεκπομπή, ηχοεκπέμπω, ηχοροή
|
|
 |
AR, augmented reality
|
ΕΠΡΑ, επαυξημένη πραγματικότητα
|
|
 |
authentic
|
αυθεντικός
|
|
 |
authenticate, authentication, verify, verification
|
ταυτοποιώ, ταυτοποίηση, επαληθεύω, επαλήθευση
|
|
 |
AAA, authentication, authorization and accounting
|
ΕΕΑ, επαλήθευση, εξουσιοδότση, ακολούθηση
|
|
 |
author, authoring
|
συντάσσω, συντάκτης, σύνταξη
|
|
 |
authorize, authorising, authorisation
|
εξουσιοδοτώ, εξουσιοδότηση
|
|
 |
autocorrect, autocorrection, autocrrective
|
αυτοδιορθώνω, αυτοδιόρθωση, αυτοδιορθωτής
|
|
 |
autoexec, autoexetuble, autoexec.bat
|
αυτοεκτελούμενος, αυτοεκτέλεση, αυτοεκτελούμενη δέσμη
|
|
 |
autohagiography
|
αυτοαγιογραφία
|
|
 |
ADF, Automatic Document Feeder
|
αυτόματος παροχέας εγγράφων
|
|
 |
ANI, automatic number identification
|
ανκλη, αναγνώριση κλήσης
|
|
 |
APIPA, Automatic Private IP Addressing
|
ΑΠΔΔΠ, Αυτόματη Προσωπική Διεθυνσιοδότηση Διαδικτυακού Πρωτοκόλλου
|
|
 |
ATM, Automatic Teller Machine
|
ΑΤΜ, αταυμί, Αυτόματη Ταμειακή Μηχανή
|
|
 |
autonomic computing
|
αυτόνομη υπολογιστική, αυτόνομος υπολογισμός, αυτόνομο σύστημα
|
|
 |
AS, Autonomous System
|
ΑΣΥΣ, Αυτόνομο Σύστημα, Αυτόνομο Δíκτυο
|
|
 |
autonomous vehicle
|
αυτοόχημα, αυτόχημα, αυτόματο όχημα
|
|
 |
autonomous weapons
|
αυτόνομα όπλα
|
|
 |
autoreply
|
αυτόματη απάντηση, αυτομαπάντηση, αυτομαπαντώ
|
|
 |
autoresponder
|
αυταποκριτής, αυτόματος αποκριτής
|
|
 |
autostart
|
αυτοεκκίνηση
|
|
 |
auto-suggestion
|
αυτοεισήγηση
|
|
 |
autotrace, autotracing
|
εξανυσματώνω, εξανυσμάτωση
|
|
 |
available, availability, unavailable, unavailability
|
διαθέσιμο, διαθεσιμότητα, μη διαθέσιμο, μη διαθεσιμότητα
|
|
 |
avalanche, mudslide, landslide
|
χιονοστιβάδα, πηλοστιβάδα, γεωλίσθηση, κατολίσθηση
|
|
 |
avatar
|
προσώπημα
|
|
 |
average, mean, weighted average
|
μέσος όρος, σταθμισμένος μέσος όρος
|
|
 |
avionics
|
αεροηλεκτρονική
|
|
 |
avionics, avionics bay
|
ηλεκτρονικά πτήσης, ηλ-πτήσης, βάση ηλεκτρονικών πτήσης
|